- σεξολόγος
- ο, η, Ν1. επιστήμονας ειδικευμένος στην σεξολογία2. σεξοθεραπευτής.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. sexologist < sex (βλ. λ. σεξ) + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
σεξολογικός — ή, ό, Ν [σεξολόγος] (ιατρ. ψυχ. κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεξολογία ή στον σεξολόγο … Dictionary of Greek